Συμπαθητικοτονία και μυοσκελετικά προβλήματα

Το νευρικό σύστημα διαθέτει δύο αντίθετων ρόλων υποσυστήματα προκειμένου να διατηρεί σε ισορροπία το εσωτερικό του περιβάλλον, το Συμπαθητικό και το Παρασυμπαθητικό.

Το Συμπαθητικό είναι υπεύθυνο για την διέγερση των σωματικών και σπλαχνικών λειτουργιών, ενώ το παρασυμπαθητικό για το αντίθετο. Έτσι για παράδειγμα, το Συμπαθητικό Νευρικό Σύστημα ενεργοποιείται σε μια φάση επιβίωσης θα λέγαμε όπου απαιτείται η διαδικασία της ‘μάχης ή φυγής’ και είναι υπεύθυνο για την ταχυκαρδία, την διαστολή της κόρης, την μεταφορά του αίματος στα περιφερικά αγγεία για να καταφέρει να παλέψει ή να τρέξει μακριά από την απειλή. Αντίθετα, το Παρασυμπαθητικό Νευρικό Σύστημα, ευθύνεται για την χαλάρωση του οργανισμού, την πτώση του καρδιακού παλμού, την μειωμένη αναπνευστική λειτουργία κλπ.

Για να λειτουργεί εύρυθμα ο οργανισμός, αυτά τα δύο υποσυστήματα λειτουργούν συνεργατικά μεταξύ τους, δηλαδή όταν ο οργανισμός τίθεται σε κατάσταση ανάγκης, ενεργοποιείται το Συμπαθητικό για να τον σώσει. Για τον πρωτόγονο άνθρωπο ένα τέτοιο παράδειγμα θα ήταν το να δει μια απειλή (πχ ένα λύκο), οπότε και αυτόματα ο οργανισμός προετοιμαζόταν να τρέξει ή -αν η απειλή ήταν μέσα στις δυνατότητες του- να το αντιμετωπίσει με μάχη, να παλέψει. Για να κοιμηθεί όμως κανείς, το Συμπαθητικό πρέπει να χαλαρώσει και να ενεργοποιηθεί το Παρασυμπαθητικό. Το πρόβλημα στη σύγχρονη κοινωνία είναι ότι έχουν αλλάξει τα δεδομένα κάπως, δηλαδή οι σύγχρονοι ‘λύκοι’ σε μια πόλη είναι το άγχος του βιοπορισμού σε ένα αγχωτικό και ανταγωνιστικό περιβάλλον, οι κακές διαπροσωπικές σχέσεις κλπ. Όταν αυτό διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, οδηγεί σε μια κατάσταση υπερδραστηριοποίησης του Συμπαθητικού Νευρικού Συστήματος, το οποίο η επιστημονική κοινότητα έχει ονομάσει Συμπαθητικοτονία.

Αποτέλεσμα της Συμπαθητικοτονίας είναι η αλλαγή του αναπνευστικού προτύπου, με αυξημένο αναπνευστικό ρυθμό, μειωμένη δραστηριότητα του διαφράγματος και αυξημένη τάση στους αυχενικούς μύες. Αυτό, εκτός από την αλλαγή στη μυϊκή ενεργοποίηση, που επιφέρει αλλαγές στο πώς φορτίζονται οι ιστοί, επιφέρει και βιοχημικές αλλαγές. Για παράδειγμα, η αναπνευστική αλκάλωση, δηλαδή υπερβολικά αυξημένα επίπεδα οξυγόνου στο αίμα, τα οποία προκαλούν αίσθηση αυξημένης κόπωσης και ζαλάδας. Όπως είναι φανερό, αυτή η κατάσταση μπορεί να επηρεάσει το μυοσκελετικό και πολλά ακόμα συστήματα σαν μια αντίδραση του οργανισμού να προσαρμοστεί. Κάτι πολύ σημαντικό που πρέπει να αναφερθεί είναι ότι η Συμπαθητικοτονία εκτός των παραπάνω μειώνει και την αποτελεσματικότητα  στη διαδικασία της επούλωσης. Αυτό σημαίνει ότι ένας οργανισμός ο οποίος έχει υποστεί μια ιστική βλάβη, αν χρειαζόταν ένα ‘χ’ χρονικό διάστημα για να επουλωθεί, αυτό το διάστημα μεγαλώνει.

Ποια είναι η αντιμετώπιση?

Η λύση είναι η ολιστική προσέγγιση του ασθενούς και όχι η τοπική θεραπεία. Αν για παράδειγμα, ένας ασθενής με Συμπαθητικοτονία έρθει για την αντιμετώπιση ενός αυχενικού πόνου η θεραπεία δεν είναι μόνο τα φυσικά μέσα, η ηλεκτροθεραπεία και οι δια χειρός τεχνικές. Στόχος σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η χαλάρωση του συμπαθητικού συστήματος, η ενεργοποίηση του παρασυμπαθητικού, η βελτίωση του αναπνευστικού προτύπου με ειδικές αναπνευστικές ασκήσεις και η υποβοήθηση του να αντικρίσει τους παράγοντες που προκαλούν την ασθένειά του και να τους απομακρύνει. Με λίγα λόγια να πραγματοποιήσει αλλαγή στο lifestyle του.